- παστέλι
- τοείδος γλυκίσματος από μέλι και σουσάμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pastello < pasta (βλ. λ. πάστα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παστέλι — το (λ. ιταλ.), είδος γλυκίσματος με σουσάμι και μέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Pasteli — (griechisch παστέλι (n. sg.)) ist eine traditionelle griechische Süßigkeit. Inhaltsverzeichnis 1 Zusammensetzung 2 Geschichte 3 Einzelnachweise 4 … Deutsch Wikipedia
ίτριον — ἴτριον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τά ἴτρια πλακούντια (πίτες) από σουσάμι και μέλι (όπως περίπου το σημερ. παστέλι) ή από αλεύρι, γάλα και μέλι ή με διάφορες άλλες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κοπτοπλακούς — κοπτοπλακοῡς, οῡντος, ὁ (Α) πίτα από κοπανισμένο σησάμι, παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπτός + πλακοῦς «πίτα»] … Dictionary of Greek
μελίπηκτο — το (Α μελίπηκτον και δωρ. τ. μελίπακτον) γλύκισμα που παρασκευάζεται από μέλι και σουσάμι, παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μελίπηκτος (πρβλ. σακχαρό πηκτο)] … Dictionary of Greek
πάστιλλος — και πάστελ(λ)ος, ὁ, Α 1. παστίλια, φαρμακευτικό δισκίο 2. παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pastillus, υποκορ. τού λατ. panis (< *pasnis) «ψωμί»] … Dictionary of Greek
παστελοπώλης — ο / παστελοπούλης, ΝΜ ο πωλητής παστελιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστέλι + πώλης / πούλης (< πωλῶ / πουλῶ)] … Dictionary of Greek
σησαμή — έα, ἡ, Α [σήσαμον] γλύκισμα από φρυγανισμένο σουσάμι και μέλι, παστέλι … Dictionary of Greek
σησαμίς — ίδος, ἡ, Α 1. το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία φυτό ρεζεντά 2. σησαμῆ*, παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. δαφν ίς)] … Dictionary of Greek
σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… … Dictionary of Greek